Ο πελάτης έχει …….ντέρτια!!!

Πόσα τηλεφωνήματα ….πόσες συνεννοήσεις… πόσες ανατροπές μπορούν να συμβούν για να γίνει μια ρημαδομεταβίβαση ενός χωραφιού και συγκεκριμένα ενός μπαϊριού (Σ.Σ. ονομασία για τα ξηρικά χωράφια)! Ε λοιπόν να σας το πω κι αυτό! Πολλά ..πάρα πολλά…υπερβολικά πολλά…. αηδιαστικά πολλά!

Η εν λόγω υπόθεση ξεκινάει περίπου ένα χρόνο πριν, αλλά άντε να μη το πιάσω από τόσο παλιά γιατί θα πρέπει να γράψω μυθιστόρημα. Θα το πιάσω λοιπόν από παραπαραπροχθές!!

Πελάτης δικός μου, ο υποψήφιος αγοραστής. Από την απέναντι μεριά οι επίδοξοι πωλητές  ούτε ένας, ούτε δύο, ούτε τρείς….έξι παρακαλώ (για να μη το κουράζουμε), και σκορπισμένοι ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό! Αρχίζει και γίνεται ενδιαφέρον ε;

Ο πελάτης μου – αγοραστής, γνωστός και μη εξαιρετέος «εκλεκτός» πελάτης του γραφείου μου επί σειρά ετών! Γνωστό επίσης σε μένα και υποθέτω και σε κάποιον ευρύτερο κύκλο ανθρώπων ότι η συνέπεια (σε πολλά πράγματα και δη στα ραντεβού του) δεν είναι ίδιον του χαρακτήρα του. Δεν το θέλει ο άνθρωπος αλλά τι να κάνουμε έτσι είναι η φτιάση του που λένε και στα χωριά.

Αρχικά λοιπόν, προηγήθηκε ένα μακρό χρονικό διάστημα όπου για να το πω έτσι σχηματικά: «φτάναμε στην πηγή και νερό δεν πίναμε» γιατί τη μια δε τα συμφωνούσαν στο ποσό, την άλλη δεν τα βρίσκαν στα μετρητά, την τρίτη του πονούσε ο δεξής αστράγαλος ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο…και πάει λέγοντας περνούσαν οι μήνες, μας άφηναν οι εποχές!

Ώσπου την παρελθούσα Παρασκευή (ή Πέμπτη δε θυμάμαι και καλά) πέφτει το τηλεφώνημα από τους πωλητές και τον αγοραστή ότι επετεύχθη τελικά η συμφωνία (δε γνωρίζω αν βάρεσαν και οι καμπάνες στο χωριό!)  ενημερώνουν κι εμάς τους δικηγόρους να προχωρήσουμε (εννοείται ότι πρώτα διασταυρώσαμε από όλες τις μεριές την πληροφορία γιατί τσουρουφλισμένοι ήμασταν οι άνθρωποι) και δόξη και τιμή «οι μηχανές ξαναπαίρνουν μπροστά» η υπόθεση «βγαίνει από το ψυγείο» για άλλη μια φορά και ξεκινάμε  τις συνεννοήσεις  μετά του συναδέλφου που εκπροσωπεί αυτό το μικρό «στρατό» πωλητών προκειμένου να καταφέρουμε να εκτελέσουμε την εντολή. Η  οποία εντολή ήταν -όπως γίνεται αντιληπτό – να περάσει η κυριότης του χωραφιού από τους πωλητές στον αγοραστή. Το τίμημα κανονισμένο…η καταβολή τοις μετρητοίς (αμ τι νομίζατε…λεφτά υπάρχουν  εδώ στα Σέρρας τουλάχιστον, γι’ αλλού δεν ξέρω), τίποτα σπουδαία νομικά δε χρειάζονταν (αλλά και αυτά που χρειάστηκαν είχαν επιλυθεί το προηγούμενο διάστημα, αφού όπως προείπα η υπόθεση  σερνόταν στα γραφεία μας εδώ και κάτι μήνες) οπότε τι μας έλειπε;  Ένα ρημαδοραντεβού (μιας και είχαμε και τους από μακριά συμβαλλόμενους που θα έπρεπε να ταξιδέψουν)  να συναντηθούμε όλοι μαζί, να μετρηθούνε τα λεφτά, να «πέσουν» οι υπογραφές να δεήσουμε να δούμε κι εμείς οι ταλαίπωροι δικηγόροι το χρώμα του χρήματος, να πάνε κι αυτοί στο καλό κι εμείς στο καλύτερο! Χα! Χα! Χα! (κλαυσίγελως)

Είναι γνωστό εξάλλου ότι όταν οι άνθρωποι (και δη οι δικηγόροι θα πω εγώ) κάνουν σχέδια, ο Θεός (μωρέ κι ο διάβολος μαζί) γελάει!

Εν πάσει περιπτώσει μια εβδομάδα πριν κλείνεται το ραντεβού για την ημέρα Πέμπτη. Ενημερώνονται οι δύο πλευρές, όλα οκ, οι πάντες σύμφωνοι, καταφθάνουν μετά βαΐων και κλάδων και ο εκ του εξωτερικού πωλητής και ο  εξ Αθηνών οι οποίοι έχουν έρθει μόνο γι’ αυτή τη δουλειά και με τα εισιτήρια της επιστροφής ανά χείρας.  Μένει μόνο να κανονιστεί η ώρα του ραντεβού. Στο μεταξύ έχουμε τρέξει με το συνάδελφο, έχουμε μιλήσει δεκάδες φορές στα τηλέφωνα, έχουμε εξετάσει κάθε λεπτομέρεια, κάθε πιθανό εμπόδιο, κάθε νομικό ζήτημα,  είμαστε σίγουροι ότι όλα βαίνουν καλώς, γιατί είπαμε…τσουρουφλισμένοι και σφόδρα υποψιασμένοι ήμασταν.

Πρωί,  πρωί την παραμονή της κρίσιμης ημέρας  χαρωποί, χαρωποί συναντιόμαστε τσεκάρουμε κάποιες επιμέρους συμφωνίες και συμφωνούμε να γίνει το ραντεβού για τις υπογραφές στις 12.00.

Επιστρέφω στο γραφείο και καλώ απευθείας τον πελάτη μου να τον ενημερώσω για την ώρα του ραντεβού (η μέρα είχε ήδη κλειστεί όπως προείπα). Το σηκώνει ο ίδιος και με το «εμπρός» που μου λέει κάτι ψύλλοι (ίσως και κάποια άλλα έντομα) αρχίζουν να μου μπαίνουν στ’ αφτιά. Πολύ τσιρίδα  και πολύ αγκομαχητό!

-Ελα του λέω, η Χαρούλα είμαι, το ραντεβού μας για τα συμβόλαια είναι για αύριο στις 12.00.

Κι αφού ολοκληρώνω τη φράση μου αρχίζει το «γλέντι». Αφήνει ένα μακρόσυρτο ξεφύσημα και μου λέει:

-Κοίταξε να το αναβάλλεις γιατί τώρα είμαι σε μαύρα χάλια, έχω χοντρό πρόβλημα, τρέχω και δε φτάνω, μου συμβαίνει το και το…….. (Εντάξει τώρα το πρόβλημα του δεν ήταν και η συντέλεια του κόσμου αλλά να θυμίσω ότι όπως προαναφέρω, η συνέπεια δεν είναι ίδιον του χαρακτήρα του, όπερ μεθερμηνευόμενον ό,τι μπορεί να αναβάλλει θα το αναβάλλει).

Ωχ! Μούρχεται το εγκεφαλικό! Κλάψε με μάνα κλάψε με. Θα γίνω φονιάς! Και άλλες τέτοιες χαρούμενες σκέψεις με κατακλύζουν.

-Ρε σύ, ( μάλιστα, ΡΕ με κεφαλαία γιατί και οι δικηγόροι έχουν νεύρα και γιατί στον συγκεκριμένο είχα και το θάρρος, ένεκα που ήταν παλιός πελάτης) του λέω, πας καλά; Εδώ και μια βδομάδα έχει κλειστεί το ραντεβού, έχει έρθει κόσμος από τα εξωτερικά και από τα εσωτερικά και τώρα θα τους πω εγώ «γυρίστε πίσω βρε λεβέντες, δεν ευκολυνόμαστε τώρα, έχουμε ντέρτια, μιαν άλλη φορά ευχαρίστως να ανταμώσουμε!!!»

Ψυχραιμότατος και απαθέστατος ο δικός μου (αυτό ξέχασα να πω ότι είναι ίδιον του χαρακτήρα του) μου λέει:

-Περίμενε έρχομαι από κεί να τα πούμε από κοντά. Άντε να δούμε σκέφτομαι μήπως κι από κοντά τον πείσω.

Οσονούπω καταφθάνει ο λεβέντης μου με ύφος «Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι» και σαράντα οκάδες νεύρα (δεν τα ζύγισα, με τα μάτι τα «έκοψα»).  Ξεφυσάει ωσάν ταύρος σε υαλοπωλείο, δεν προλαβαίνω να μιλήσω και μου εξιστορεί εν ολίγοις το πρόβλημα του, εξαιτίας του οποίου αδυνατεί λέει να έρθει στο ραντεβού και να το αναβάλλουμε λέει, ας το κάνουμε Δευτέρα λέει….. και δε συμμαζεύεται.

Παναγιά μου Γρηγορούσα, πώς ακούω όλα τούτα και δεν πέφτω τ’ ανάσκελα να με κάνουν αέρα δέκα μαύροι και να μη συνέρχομαι!  Ο άνθρωπος είναι ολοφάνερο ότι δεν κατανοεί ποσώς ότι «κρεμάει» στην κυριολεξία οχτώ άτομα (εμένα , το συνάδελφο, και τους έξι πωλητές να υπενθυμίσω) έτσι απλά γιατί έχει το δικό του ντέρτι!  Βρε προσπαθώ με το καλό, βρε με το άγριο να του εξηγήσω ότι μπορεί να μεταφερθεί το ραντεβού νωρίς το πρωί (ακόμη και πολύ νωρίς δηλαδή) ώστε απρόσκοπτα να ασχοληθεί μετά με το πρόβλημα που του ανέκυψε, τίποτα ο δικός μου. Τα λόγια μου βρίσκουν τοίχο, τι τοίχο δηλαδή μπετόν αρμέ!

Εγώ είμαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί! Πώς το λέω του συναδέλφου τώρα. Στο μεταξύ ο πελάτης έχει γίνει καπνός και μένω εγώ να κοιτάω με τρόμο το τηλέφωνο και να σκέφτομαι ότι πρέπει να πάρω να ενημερώσω το συνάδελφο για την πιο τρελή κι αναπάντεχη ανατροπή της τελευταίας στιγμής. Εκεί λοιπόν με παραδέχθηκα για τη γενναιότητα μου! Το σήκωσα το ακουστικό, το πήρα το νούμερο και χωρίς ανάσα ξεφούρνισα το νέο στο συνάδελφο. Και μετά…. Μεσολάβησαν τα …βουβά δευτερόλεπτα! Έπεσε μαύρη σιωπή! «Νεκρική» σιγή από την άλλη μεριά. Έφαγε φρίκη μεγάλη τι να λέμε τώρα! Hello!! Φωνάζω στο συνάδελφο είσαι ακόμα εκεί; Κι ανοίγει το στόμα του ο χριστιανός, και κατεβάζει  μερικά ήπια ομολογουμένως κοσμητικά επίθετα –μπράβο του  βέβαια γιατί νομίζω ότι εγώ θα έβριζα πιο άσχημα. Κι αφού περνάει η πρώτη ψυχρολουσία κι αφού ρίξαμε μερικά «καντήλια» κι οι δυο μαζί έτσι για την εκτόνωση, πιάνουμε δουλειά αμέσως! Πήραν φωτιά τα κινητά και τα σταθερά. Μέσα σε λίγες ώρες έπρεπε να ξαναστήσουμε το σκηνικό που για άλλη μια φορά πήγαινε προς κατάρρευση κι αυτό ήμασταν αποφασισμένοι να μην το επιτρέψουμε.

Πόσα τηλέφωνα γίναν από κεί και μετά μέχρι το απόγευμα και πόσες νέες συνεννοήσεις, αδυνατώ να θυμηθώ, χάθηκα στο μέτρημα. Για κάποια στιγμή φάνηκε ότι το χάναμε το παιχνίδι, η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει προς τη μεριά της ματαίωσης του ραντεβού ώσπου τελικά έπεσε το τηλεφώνημα που «έστρωσε την παρτίδα» και φάνηκε πλέον ότι οδεύαμε προς τη νίκη με ματ (σε πολλές κινήσεις είναι η αλήθεια) στον «αντίπαλο» (βλ. πελάτη μου – αγοραστή).

Κι αφού κοιμήθηκα έναν ανήσυχο ύπνο (όλη νύχτα έπαιρνα και δεχόμουν τηλέφωνα) πρωί, πρωί οχτώμιση η ώρα έγινε το ραντεβού (ο δικός μου βέβαια μας κοψοχόλιασε κομματάκι αφού μας έστησε κι ένα τεταρτάκι  έτσι για τηρήσει την παράδοση) μας κοψοχόλιασε λιγάκι και στο μέτρημα αφού έβγαζε τα λεφτά από διάφορες τσέπες του παντελονιού και του σακακιού, και οχτώ ζευγάρια μάτια παρακολουθούσαμε με αγωνία το μέτρημα, και αναρωτιόμασταν αν θα φτάσουν οι τσέπες,  αλλά τελικά το χρήμα έπεσε στο ακέραιο, το χωράφι άλλαξε χέρια, χαμόγελα ανακούφισης  εμφανίστηκαν και ευχές ακούστηκαν ένθεν κακείθεν (καλορίζικο… σε καλή μεριά και τα σχετικά) και τουτέστιν η αποστολή (αν και μετ’ εμποδίων) εξετελέσθη!

Και τώρα μετά απ’ όλα αυτά είναι ώρα νομίζω να γελάσουμε κι εμείς οι ταλαίπωροι δικηγόροι αφού καταφέραμε και «ξεγελάσαμε» και Θεό και διάβολο και ……είδαμε και το χρώμα του χρήματος!

Χαρούλα Γεωργιάδου

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ, Uncategorized

Σχολιάστε